2.10.10

ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ


Φθινόπωρο. Γλυκιά μελαγχολία. Για όσα δεν ήρθαν, για όσα θα έρθουν και για όσα περιμένουμε να μην έρθουν.

Κάθε που μπαίνει ο Οκτώβρης και οι πρώτες του μέρες είναι γκρίζες και θλιμμένες, μία μουσική μονάχα μού ταιριάζει να ακούω. Γιατί μου δίνει ζεστό συναίσθημα, γήινες εικόνες, πέτρα, χώμα, βουνό, δέντρο, ποτάμι. Πλακόστρωτο δρομάκι, ερημωμένα σπίτια, γλυκό του κουταλιού στο καφενείο, καπνός από ξυλόσομπες, το κρύο μουδιάζει τα μάγουλα, ο αέρας κάνει τις τσίγκινες στέγες να χτυπούν, γυμνά πλατάνια. Κάτω από το μπουφάν σου γρήγορα και πίσω στο σπίτι πριν δυναμώσει η βροχή.

Τα κορμιά και τα μαχαίρια λοιπόν. Τα γήινα. Από πηλό και από ξύλο.

«Μια καινούρια μέρα/ τρέμει στον αγέρα/ στάζοντας φως και νερά» με το κλάμα του κλαρίνου να σε αγγίζει μέχρι μέσα το κόκαλο. «Κάποιος που μας σκέφτεται/ ή μας ονειρεύεται/ κι όταν ξυπνήσει/ θα μας γνωρίσει/ ή θα γυρίσει/ στο άλλο του πλευρό».

«Είν’ ο κόσμος δύσκολη γραφή/ όλο σβήνεται/ κι αν δε διαβαστεί με την αφή/ τίποτα δε γίνεται». Με «σκιές και χρώματα» βαδίζουμε αγκαλιά. Με όσα μας αγάπησαν και τ’ αγαπήσαμε. Τα χρώματα βάφουν τις σκιές και σαν να παίρνουν μια μορφή για λίγο.

«Ένα κορμί δεν είναι μόνο αγκαλιά/ είναι μια πατρίδα που θα γίνει ξενιτιά». Δεν υπάρχει τίποτα πιο γήινο από το ίδιο μας το σώμα. Τίποτα πιο εύθραυστο και πιο φθαρτό.

«Σαν βροχή που πέφτει στα φύλλα/ στα μαλλιά, στο πρόσωπο κύλα/ σαν βροχή σε θέλω απόψε/ να βραχώ ως τη ρίζα της φωνής». Το χώμα είναι υγρό και τα κλαδιά μυρίζουν μυστήριο. Το πρόσωπο στάζει, μα τι είναι αυτό, δάκρυα ή βροχή;

«Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος/ ήσυχος πολύ και ξαρμάτωτος» που σκοτώνοντας το «μαύρο κυπαρίσσι» του κήπου του και της καρδιάς του, έλεγε τον πόνο του στα βουβά πουλιά.

«Μάτια μου αγαπημένα κοίτα με ξανά/ τα πολλά να γίνουν όλα/ κι όλα κοντινά». «Βάδισα πολύ μαζί σου/ κι έγινα χορός» μήπως τα κάνουμε όλα δικά μας, μαζί να χαθούμε την ώρα που δύει η φύση πίσω από το ηλιοβασίλεμα.

«Μη ρωτάς γιατί τα πίνω και μεθώ/ μη ρωτάς γιατί στο σπίτι μου δεν πάω να κοιμηθώ». «Αχ, Παναγίτσα μου», γιατί να μην έχουμε της θάλασσας το πλάτος, του ουρανού το άπλωμα, να ανέβουμε και με του κόσμου τα αδύνατα να γελάμε;

«Μην τους ακούς/ εσένα αφορά/ το όχι που ακούς/ τις νύχτες καθαρά». Άσε, θα μαζέψω εγώ τα ρούχα απ’ την αυλή, έρχεται χειμώνας.

«Εγώ κρασί δεν έπινα γιατί σε αγαπώ/ καλύτερα να πέθανα/ παρά να σου το πω». Μέσα μου βαθιά σε φυλάω και μόνο η γη το ξέρει. Τα μυστικά μου είναι φανερωμένα στο νερό και στο κρασί.

«Πού γυρνάς τρικάταρτο κορμί/ και στον ύπνο μου φυσάει/ μαύρη η νύχτα με λευκά πανιά/ που με πάει». Είναι η καρδιά που ξαγρυπνά και φιλενάδα της η συννεφιασμένη νύχτα. Καράβι το σώμα με θάλασσα το πουθενά.

«Είναι που χαϊδεύω το σακάκι σου τα βράδια/ και φορώ τα χάδια μαύρα κουμπιά». Ρούχο παλιό και ταλαιπωρημένο η αγάπη, ποιον να πρωτοσκεπάσει. Και από πάνω η βροχή απειλεί συνεχώς.

«Σου στέλνω μ’ ένα γράμμα/ του φεγγαριού τη λάμα/ πάρ’ τη και χτύπα με μάνα μου, τρέλα μου/ κι αν κλαίει η ψυχή σου γέλα μου». Αχ, ξενιτιά, πικρή καρδιάς ερωμένη, πώς ξεπηδάς από τον έναν έρωτα στον άλλον. Πίσω στο χώμα μάς γυρίζεις όλους.

Αυτό ήταν, αυτός ήμουν.