12.3.14

"Ξημερώνει Κυριακή"

Πού να σας τα λέω! Ύστερα από την πρόσκληση ενός πολύ καλού μου φίλου, πήγα και είδα τη μουσική παράσταση (σιχαίνομαι τη λέξη μιούζικαλ) "Ξημερώνει Κυριακή", στον Ελληνικό Κόσμο.
 
Η παράσταση είναι βασισμένη στα τραγούδια του δίσκου "Δρόμος" που κυκλοφόρησαν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος και ο Μίμης Πλέσσας το 1969. Τα κομμάτια ερμήνευαν ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Ρένα Κουμιώτη και η Πόπη Αστεριάδου, μη σας τα λέω αυτά, τα ξέρετε καλύτερα από μένα. Μερικές από τις επιτυχίες του δίσκου είναι τα πασίγνωστα ΄"Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου", "Το άγαλμα", "Πρώτη φορά" -φτάνει όμως, αρκετά με το ρετρό του οποίου είμαι πιστός φίλος τα τελευταία χρόνια.
 
Που λέτε, η παράσταση έχεις ως θέμα την αλλαγή της εποχής. Και δεν εννοώ φυσικά το πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, αλλά τη μετάβαση από το παλιό στο καινούριο, από την αθωότητα στη διαφθορά. Η οδός Φυλής, ο "δρόμος", μετουσιώνεται σε σύμβολο. Στα πεζοδρόμιά του αντιμάχονται δύο κόσμοι: ο παλιός, ο αυθεντικός, ο ολιγαρκής, ο ονειροπόλος, ο φοβισμένος, ο καχύποπτος, ο προκατειλημμένος και ο καινούριος, ο μοντέρνος, ο ύποπτος, ο διεφθαρμένος, ο καπιταλιστικός, ο καταστροφικός, ο εγκλωβιστικός. Ωραίο ως ιδέα. Στην πράξη όμως; Ας πάμε στην ιστορία την ίδια.
 
 
Θα τα γράψω όπως ακριβώς τα σκέφτομαι. Μιζέρια. Κακομοιριά, Δυστυχία. Μεμψιμοιρία. Παραίτηση. Αυτό εισέπραξα από το σενάριο και τη σκηνοθεσία. Είμαστε φτωχοί, κακόμοιροι, άντυτοι, άπλυτοι (γλεντώντας στις αυλές και τα κουτούκια όμως) και γκρινιάζουμε για αυτό. Αποζητάμε, διψάμε, λυσσάμε για έλεος. Δε θέλουμε κανένα χέρι να μας τραβήξει από το βούρκο, μόνο να μας λυπούνται. Παρουσιάζεται η ευκαιρία να αλλάξουμε, βάζοντας ταυτόχρονα τα δικά μας όρια, αλλά φοβόμαστε και παραμένουμε στο φτωχοκαλυβάκι μας, κατηγορώντας όσους ακολουθούν τις καινοτομίες. Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς κι εμείς φιλοσοφούμε. Αυτό λοιπόν είναι το λάθος που έκαναν οι σεναριογράφοι Παναγιώτης Μπρατάκος και Μάρω Μπουρδάκου. Πρώτα από όλα μπερδεύτηκα, δεν ήμουν σίγουρος αν η ιστορία διαδραματίζεται το 1969 της χούντας ή το 2014 της κρίσης. Ποιος μένει τώρα στην οδό Φυλής; Ποιος ασχολείται με την οδό Φυλής; Είπαμε, ο δρόμος είναι σύμβολο, αλλά σε μια εποχή που την αθωότητα την έχει καταφάει προ πολλού το σαράκι της αντιπαροχής, για ποια σύμβολα μιλάμε;
 
Μας σερβίρεται το αυτονόητο: ένας διεφθαρμένος εργολάβος που θέλει να γκρεμίσει τον ταπεινό και αγαθό δρόμο και να χτίσει ένα τεράστιο εμπορικό κέντρο, με την υποστήριξη του κυβερνήτη που είναι εγκλωβισμένος στα ρουσφέτια του. Ε και λοιπόν; Νομίζω πως αυτά τα γεγονότα έχουν συμβεί, έχουν πάρει την κριτική τους, έχουν περάσει από το φίλτρο της συνείδησης του σύγχρονου Έλληνα κι έχουν ΞΕΧΑΣΤΕΙ. Ποιος ασχολείται με δρόμους; Μόνο με βίλες, εξοχικά και τζιπ ασχολούμαστε. Δεν υπάρχουν πια δρόμοι, ας το πάρουμε χαμπάρι. Ούτε στις παραδοσιακές φτωχές και λαϊκές γειτονιές. Τα σύμβολα έχουν γκρεμιστεί. Μισό λεπτό να δω τι γίνεται στο Facebook και στο Twitter κι επιστρέφω.
 
Λοιπόν, τι λέγαμε; Α ναι. Για τα φάουλ των σεναριογράφων που βυθίστηκαν μέσα στο μελόδραμα και στο ρετρό. Απορώ αν οι άνθρωποι αυτοί ξέρουν σε ποιον κόσμο ζει το κοινό τους. Καλά τα σοσιαλιστικά μηνύματα, καλά και τα αντιφασιστικά (μόνο αυτά έπρεπε να κρατήσουν), καλός και ο ηρωισμός, αλλά δε μας αφορούν νομίζω. Έχουμε περάσει σε άλλες συνθήκες ζωής. Δεν υπάρχουν ιδανικά, δεν υπάρχουν ιδεώδη. Μόνο επιβίωση υπάρχει κι είναι σκληρό αυτό.
 
Πάμε στη σκηνοθεσία. Καλός ο Μάνος Πετούσης. Έστησε τους ανθρώπους πολύ ωραία, αν και ορισμένοι από τους ηθοποιούς παραήταν καλοί για να παίζουν φτωχούς και κακομοίρηδες (εξαιρετική άρθρωση, τέλειος συντονισμός, πολύ καλός προγραμματισμός). Όταν περπατάς σε χωματόδρομο όμως, τρως και καμία λεξούλα, μιλάς και λίγο αυθόρμητα, τσαλακώνεσαι λιγάκι. Από αυτό και μόνο, ο δρόμος αυτοακυρώθηκε. Εξαιρετικά, μοναδικά βρήκα το στήσιμο των τραγουδιστών και τα χορευτικά, αν και μου θύμισαν παλιές κλασικές ελληνικές ταινίες, του Δαλιανίδη κυρίως. Τραγική βρήκα την απόδοση του θανάτου ενός από τους πρωταγωνιστές, με τον επακόλουθο θρήνο από τη χήρα του. Σπάραξε η καρδιά μου, με βάρυνε, και αυτό ήταν το τελευταίο που χρειαζόμουν εκείνη την ημέρα.
 
Οι τραγουδιστές; Απλά εξαιρετικοί. Δεν μπορώ να βρω άλλη λέξη για να τους περιγράψω. Ο Δημήτρης Μπάσης με εντυπωσίασε και ανέβηκε πολλά σκαλιά στην εκτίμηση μου, αν και πάτησε σε κάποια σημεία πάνω στον Πουλόπουλο. Πάρα, πάρα πολύ καλός, με απόλυτο έλεγχο στη φωνή του. Μπράβο του. Η Δήμητρα Σταθοπούλου η οποία αντικατέστησε τη Ρένα Κουμιώτη, εξαιρετική, γλυκύτατη, με τη μπάσα φωνάρα της πολύ καλά δουλεμένη. Δε μου θύμισε καθόλου την Κουμιώτη. Αστέρι μεγάλο. Περισσότερο ενθουσιάστηκα με την Αμαλία Ασκορδαλάκη. Μιλάμε για τεράστιο ταλέντο, για σπουδαία λαϊκή φωνή. Κάτι πρέπει να γίνει με αυτήν την κοπέλα, δυστυχώς όμως δεν υπάρχουν ούτε λαϊκοί συνθέτες ούτε λαϊκοί στιχουργοί στην εποχή μας (το είπαμε παραπάνω, δεν υπάρχει δρόμος πλέον, τέλος). Λαϊκοί τραγουδιστάρες υπάρχουν όμως, όχι τα ελέη του Θεού που τραγουδούν στα σκυλάδικα και τους ακούμε από διερχόμενα αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια και κατεβασμένο σασί, αλλά φωνάρες που έχουν γαλουχηθεί με λαϊκά τραγούδια αλλά και με τη λαϊκή κουλτούρα, η οποία είναι ό,τι σημαντικότερο είχαμε σε αυτή τη ρημαδοχώρα.
 
Πάμε στους ηθοποιούς τώρα. Όλοι τους καλοί, ένας-ένας διαλεγμένοι. Με εξέπληξε ευχάριστα ο Βασίλης Παλαιολόγος με το πάθος του, τη ζωντάνια του, την εκφραστικότητά του. Με έκανε να ταυτιστώ μαζί του, με έπεισε -όταν ίδρωνε από το στρες, ίδρωνα κι εγώ. Εξαιρετικός.
 
Επίσης πολύ καλή είναι η Γιώτα Φέστα. Μοναδική. Υπνωτιστική, ήρεμη, σε παρασέρνει χωρίς να το καταλαβαίνεις.
 
Κατευχαριστήθηκα τα τραγούδια της παράστασης! Πολύ σωστά εκτελεσμένα όλα τους, με τέλεια ενορχήστρωση και ήχο. Με έκαναν να πάω μετά στο σπίτι και να ψάξω τα αυθεντικά του 1969. Τι να λέμε τώρα. Αυτά ήταν τραγούδια ρε παιδί μου, με λόγο στιβαρό, λόγο με κότσια, λόγο με πολλές συμπαγείς διαστάσεις.
 
Δεν είναι τυχαίο που την ημέρα που πήγα στην παράσταση ο μέσος όρος ηλικίας των θεατών ήταν ιδιαίτερα μεγάλος. Και αυτό το χρεώνω ως μειονέκτημα της παράστασης. Πρέπει τα νέα παιδιά να μάθουν τον παλιό Δρόμο, όχι τον ψευτοκαινούριο που πάει να περάσει το σενάριο, αλλά αυτόν των γονιών και των παππούδων του, γιατί από τα χώματα και τις λάσπες αυτού του Δρόμου περπατήσαμε για να μένουμε σήμερα σε Λεωφόρους.

Θ.Λ.